Εκείνος, η Suzi Q και ο «Θάνατος»
Γυρνούσε σαν τον λύκο εκείνο το βράδυ. Για την ακρίβεια, σαν τον καυλωμένο λύκο. Είχε πάρει κανά-δυό τηλέφωνα, δεν βρήκε κανέναν στο σπίτι. Ξεπόρτισε χωρίς να τον πάρει χαμπάρι η μάνα του και τον αρχίσει στις μαλακίες ότι έχει εξετάσεις και ότι αν μείνει στην ίδια τάξη θα τον έδιωχνε από το σπίτι. Όχι ότι ενδιαφερόταν πραγματικά. Ετσι του τα έλεγε για τις ανάγκες του ρόλου που ουδέποτε έπαιξε ουσιαστικά. Ισα για να μπορεί να ισχυρίζεται ότι «από τότε που έφυγε ο πατέρας του εγώ του στάθηκα σαν μάνα και πατέρας». Κοινοτοπίες του κερατά. Ούτε σαν μάνα ούτε σαν πατέρας ούτε καν σαν συγκάτοικος του στάθηκε. Και την τελευταία φέτα μορταδέλα αυτή θα την έτρωγε όταν γυρνούσε από τα νοσοκομεία. Δούλευε αποκλειστική νοσοκόμα. «Αποκλειστική με δικτυωτό καλσόν! Μη χέσω, η κωλόγρια!». Ανηφόρησε προς την Αλεξάνδρας. Είπε να πάει σινεμά, έπαιζαν μαλακίες, σταμάτησε σε ένα περίπτερο για τσιγάρα, χάζεψε τις αθλητικές, πήρε ένα «Ποπ και Ροκ» και πήγε στην «παραλία». Χαιρέτησε κάτι «Ρηγάδες» που έπαιζαν τάβλι. Παράγγειλε ένα φραπέ και κάθισε. «Ρε πούστη, πρέπει να γαμήσω απόψε».
Λες και τον άκουσε ο διάολος ο ίδιος κι είπε να του κάνει ένα δώρο. Στη νησίδα της λεωφόρου έκανε την εμφάνισή της η Suzi Q σαν χαρωπή όρκα με στολή μπαλαρίνας. Ένα λουλουδάτο φόρεμα, ξώπλατο, με τα τιραντάκια από το σουτιέν να φαίνονται σαν ιμάντες από αλεξίπτωτο, πεδιλάκια με μαργαρίτες και μια τσάντα θαλάσσης –νυχτιάτικα- περασμένη στο μπράτσο. Μαργαρίτες είχε και η στέκα που κρατούσε τα μαλλιά στο τεράστιο κεφάλι της. Μέχρι να περάσει απέναντι, ανάμεσα από τα τρόλεϊ, είχε κάνει την εμφάνισή του και «Θάνατος». Ετσι έλεγαν τον Θανάση, ένα παιδί που το ήξερε από το Δημοτικό και έκαναν χρόνια παρέα αν και οι δρόμοι τους στο σχολείο είχαν χωρίσει από χρόνια καθώς εκείνος πήγαινε ακόμη Γυμνάσιο για να το εμπεδώσει –την Γ’ γυμνασίου την έκανε τρεις φορές και πήγαινε για την τέταρτη εκείνη τη χρονιά. Γιός θυρωρού, πρώην Μακρονησιώτη «δηλωσία» που συνεργαζόταν με την Ασφάλεια αλλά «ΚΚΕ ψηφίζουμε, ψήφο δεν χαρίζουμε». «Τι έγινε ρε μαλάκα;», «τι να γίνει ρε μαλάκα;», «πες ρε μαλάκα», «αντε γαμήσου ρε μαλάκα», «της αδελφής σου ρε μαλάκα», «της δικής σου ρε μαλάκα», «να ήταν εδώ η αδελφή σου και σου έλεγα ρε μαλάκα», «και δε τη γαμάς ρε μαλάκα; Ολος ο κόσμος την έχει γαμήσει». Μέσα σε μια ομοβροντία από «μαλάκα» τα είχαν πει όλα. Η Suzi Q είχε ήδη θρονιαστεί δύο τραπέζια πιο εκεί κι έβριζε τον οδηγό ενός τρόλεϊ που την κοιτούσε αδιάφορα τρώγοντας μια τυρόπιτα.
Πέρασαν 42 τρόλεϊ, είπαν πάνω από 280 φορές τη λέξη «μαλάκας» κι άλλες 87 φορές το «πω πω τι μουνί είναι αυτό» για κάθε μία που περνούσε από μπροστά τους, πλακώθηκαν στις μπύρες, πήγαν από 8 φορές για κατούρημα εκ των οποίων οι δύο συνοδεύτηκαν από μια μαλακία, άκουσαν την Suzi Q να βρίζει το μισό πληθυσμό της Αθήνας. Πέρασε η ώρα. Ο Μανώλης ο καφετζής μάζεψε τα ποτήρια και τα φλυτζάνια –άφησε μόνο τα μπουκάλια-, πληρώθηκε, έσβησε τα φώτα, κλείδωσε το καφενείο κι έφυγε με δύο σακούλες ζοχούς για το σπίτι του. Εμειναν να κάθονται τρεις γέροι, ένας «λιώμας», μια παρέα 35χρονοι που έπιναν ουίσκια σε πλαστικό, η Suzi Q, εκείνος κι ο «Θάνατος». «Ρε πούστη, πρέπει να γαμήσω απόψε».
Ο διάολος αναδεύτηκε ακούγοντας την επιθυμία του για δεύτερη φορά –την πρώτη την είχε μισοξεχάσει- και χώθηκε στον δεξί λοβό του εγκεφάλου του «Θανάτου».
«Ρε μαλάκα γιατί δεν γαμάς την Suzi;»
«Αντε γαμήσου ρε μαλάκα! Δεν τον χώνω στο μπουκάλι της Αμστελ καλύτερα;»
«Γιατί ρε μαλάκα; Το ξέρεις ότι είναι παρθένα;»
«Τι παρθένα ρε μαλάκα που την έχουν πάρει τραίνα» είπε το γνωστό σαχλό αστείο εκείνος.
«Πίπες μόνο ρε μαλάκα. Δεν την έχει γαμήσει κανείς!»
Άλλη μια ομοβροντία από «μαλάκα» και είχαν κιόλας «ψηθεί». Σηκώθηκαν και κάθισαν χασκογελώντας στο τραπέζι της.
«Τι λέει αγαπούλα, μόνη απόψε;»
«Καλώς τις αγάπες μου! Καθίστε! Κανένα τσιγαράκι έχετε να με κεράσετε;».
Της πρόσφεραν.
Ηταν τα τελευταία τσιγάρα που θα έκανε η Suzi Q στην «παραλία»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου