Τις νύχτες πονούσε πολύ. Τα βρώμικα σεντόνια –τα άλλαζε όταν αλλάζαν και οι εποχές- ήταν πάντοτε τραβηγμένα στην πάνω δεξιά και στην κάτω αριστερή πλευρά του κρεβατιού. Πάλευε στον ύπνο του. Κολυμπούσε στον ιδρώτα. Ξήλωνε με τα δόντια το στρώμα του. Μια φορά είχε πεταχτεί ένα ελατήριο και κόντεψε να του βγάλει το μάτι. Του άφησε μια ουλή που ισχυριζόταν ότι την απέκτησε σε μια διαδήλωση από το καδρόνι ενός ΚΝίτη. «Τους σταλίνες! Να με σκοτώσουν ήθελαν, τα μουνιά!». Γυναίκα δεν είχε κοιμηθεί ποτέ σε εκείνο το κρεβάτι. Μια Μολδαβή που είχε βρει κάποτε στα «ΑΑΒΑΔΙΣΤΑ» σιχάθηκε και να καθίσει ακόμα. Του ζήτησε να το κάνουν στο πάτωμα ανάμεσα στα τασάκια, εκείνος από κάτω κι εκείνη καβάλα. Ετσι λεπτή που ήταν έμοιαζε με πιρούνι χωμένο πάνω σε ρολό κιμά. Κάθε φορά Ελληνίδες ζητούσε –στο πίσω μέρος του μυαλού του πίστευε ότι μπορούσε να πλεχτεί κανένα ειδύλλιο-, κάθε φορά Μολδαβές κι Αλβανές του έστελναν. Τους μιλούσε ελληνικά. «Εχεις καύλες απόψε μανάρι μου;» κάτι τέτοιες αηδίες. Εκείνες βιαζόντουσαν τα τον κάνουν να τελειώσει να φύγουν από εκεί μέσα. Στην εξώπορτα τις χαιρετούσε δια χειραψίας. «Χάρηκα για τη γνωριμία». Μια είχε πάει και να τη φιλήσει και του έσκασε ένα no-kisses-φούσκο που του μπλάβιασε το ζυγωματικό. Δεν είχε καμιά διαδήλωση εκείνες τις ημέρες και πήγε στη Ριζούπολη να δει Ολυμπιακό-ΟΦΗ για να το δικαιολογήσει. Πως τάχα τον ένα «μουνί – γαύρος». (Πάντοτε βολευόταν με μισές αλήθειες!).
Μια φορά είχε έλθει και μια Ελληνίδα. Η Μάτα. Είχε ραγάδες στα βυζιά. Την ερωτεύτηκε. Δεν ήθελε να τη γαμήσει. Της πρόσφερε ένα Γκόρντονς και της έδειχνε τη δισκοθήκη του.
Εβαλε και Thin Lizzy, το «Night Life», κι έπιασε να της μιλάει για τον Φιλ Λάϊνοτ και τον Τζον Καν και το Δουβλίνο. «Εχεις πάει ποτέ Ιρλανδία;» την ρώτησε. Τον κοίταξε με μισό μάτι. «Χοντρέ δεν φοράς την καπότα να τελειώνουμε» τον έκοψε. Αφησε το ποτήρι της πάνω στο πικ-απ, του γύρισε την πλάτη και πήγε να βγάλει την κιλότα της. «Δεν θέλω να κάνουμε ακόμα έρωτα» τον ακούει να της λέει. Μαρμάρωσε η γυναίκα. «Δηλαδή σαν πότε να τον κάνουμε;». «Να σε γνωρίσω λίγο» μουρμούρισε κι άρχισε τα άσχετα, κάτι ακατανόητα «εμείς οι παλιοί κομμουνιστές …», «ρε συ μπας και σε έχω δει στην Ιο…». Σηκώθηκε αυτή κι έφυγε κουνώντας το κεφάλι. Τα λεφτά τα είχε πάρει μπροστάντζα.
Εμεινε να τραγουδάει μόνος του.
Dear heart
I wish that you could see that
Dear heart
You mean the world to me
Πέρασε το πατρικό του μπροστά από τα μάτια του. Το δωμάτιό του που το μοιραζόταν με την αδελφή του μέχρι που εκείνη αρραβωνιάστηκε στα δεκαοχτώ της κι έφυγε και τον άφησε εκείνον στα δεκαπέντε να ζει μόνος με τη μάνα τους. Εκτοτε δεν την είχε ξαναδεί από κοντά. Μένει κάπου στην Εκάλη κι έχει γίνει κοσμικό ξέκωλο.
Man with the broken heart filled with lead
Suffered and he fought for what he believed
The fighting is over now, the man is dead
A martyr for the cause
Η μάνα του πέθανε πριν από δύο χρόνια στο Γηροκομείο της Αθήνας. Στην αρχή πήγαινε την έβλεπε, της πήγαινε και γιουβαρλάκια από τα «ΚΑΝΑΡΙΑ» στους Αμπελόκηπους. Μετά άρχισε να αραιώνει τις επισκέψεις. Μάλωναν συνέχεια. Μετά το «έχασε» κι εκείνη. Σταδιακά. Ξέχασε τα πρόσφατα. Θυμήθηκε κάτι τραγούδια. Τα ξέχασε κι αυτά. Θυμήθηκε τον πατέρα του. Έναν άλλο γκόμενο που τον αγαπούσε περισσότερο. Του ξέχασε. Οι μνήμες χανόντουσαν μία . Εμεινε στο τέλος σαν κίτρινο φανάρι. Σαν τον υπολογιστή στο «Οδύσσεια του Διαστήματος». Τραγουδούσε το «ένα φράγκο η βιολέτα» κι έλεγε κάτι χυδαιότητες στους άλλους γέρους. Την τελευταία φορά τον ρώτησε να θέλει να του πάρει μια πίπα. Ηταν φανερό ότι δεν τον αναγνώριζε. Δεν ξαναπάτησε.
Man with the golden arm, his face gone pale
Taken too much junk, he’s gone over the rale
Breathes out a sigh and his body wails
He’s gonna land in trouble, land in jail
Σχέση σχέση δεν έκανε ποτέ…
Κάτι πλατωνικές μόνο…
Ούτε με την Γεωργία ήταν σχέση.
Η Γεωργία ήταν μικροπαντρεμένη, χωρισμένη όταν την γνώρισε, με δύο παιδιά της παντρειάς. Την είχε γνωρίσει στο DADA. Δούλευε στον «Σάκκουλα – Νομικές Εκδόσεις». Γαμήθηκαν τέσσερις-πέντε φορές όλες κι όλες στα τρία χρόνια που την ήξερε.
Πήγαν και κάτι εκδρομές.
Εκαναν και μια Πρωτοχρονιά μαζί.
Παντρεύτηκε έναν δικηγόρο με τον οποίο όπως αποδείχθηκε τα είχαν παράλληλα.
Επαψαν να βλέπονται.
He’d give his life, give his everything
To reach that goal and take that last and final fling
Καψούρης ήταν μόνο με τη Βίκη.
Μπαργούμαν στον «Ιπποπόταμο».
Η Βίκη. Η Βικάρα.
Και ΚΚΕ μ-λ και κούκλα και όλα…
Μέχρι που έπεσε στην πρέζα
But I guess it’s just another story
In the greatest story ever told
Τέλειωσε και το Γκόρντονς.
Του ερχόταν και μια μυρουδιά από χαλασμένα λεμόνια, από το ψυγείο.
Νύσταξε.
Dear heart
I wish that you could see that
Dear heart
You mean the world to me
«Επρεπε να την είχα γαμήσει την πουτάνα».
Ηταν η τελευταία σκέψη του πριν κοιμηθεί εκεί στον καναπέ με τη βελόνα στο πικ-απ να κάνει χριιιιιιτς, χριιιιιιτς, χριιιιιιτς, χριιιιιιτς, χριιιιιιτς, όλη τη νύχτα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου