Xόρτα με φέτα
Με τον καιρό έβλεπε τον εαυτό του να αλλάζει. Σαν περίπτερο είχε γίνει. Εβγαζε και κάτι περίεργα σημάδια στο δέρμα. Μερικά έμοιαζαν με σβάστικες. Ειδικά εκείνο το μεγάλο πίσω, στο σβέρκο. Μεγάλωνε μάλιστα. «Μην ανησυχείς. Δεν πρόκειται για μελάνωμα» του είχε πει ένας φίλος του γιατρός –παλιός γνωστός από το ΑΠΘ, γκρουπούσκουλα και οι δύο- «κάτι άλλο είναι, μην ανησυχείς». «Μπορεί να είναι ο μελανοχιτώνας μέσα σου» του είπε περιπαικτικά. Εκείνος έκανε πως γέλασε με εκείνο το χονδροειδές γελάκι, διόλου καθησυχασμένος κατά βάθος. «Να προσέχεις τον ήλιο» του είπε ο γιατρός συνοδεύοντάς τον μέχρι το ασανσέρ. «Δεν πειράζει, θα κατέβω με τα πόδια, έχω πάρει και κάτι κιλά τελευταία». Κατέβηκε τρεις ορόφους σκαλί-σκαλί. Δεν άναψε το φως του διαδρόμου. Ψαχουλευτά κατέβαινε τη σκάλα προς την κόλαση. Από ένα διαμέρισμα του 2ου ορόφου ακουγόταν το «black dog».
Hey, hey, mama, said the way you move
Gonna make you sweat, gonna make you groove.
Κοντοστάθηκε.
Σκατά.
Το κωλόπαιδο ακούει τα τραγούδια μας.
Η γενιά μου…
Βγήκε με φόρα στην Ασκληπιού. Φάτσα στην κλινική. Τον τύφλωσε το φως του ήλιου. Αρχισε να τρέχει προς τα κάτω. Εστριψε αριστερά στη Σόλωνος. Σκόνταψε μπροστά στο πάρκινγκ. Γλίστρησε πάνω στο σκατό ενός πεκινουά. Επεσε κάτω. Ανάσκελα. Πήγε να τον ανασηκώσει ένα αγόρι με πορτοκαλιά μπλούζα κι ακουστικά στ’ αφτιά. «Κάτω τα χέρια παλιόπουστα» είπε, μάλλον το σκέφτηκε. Το είπε, το σκέφτηκε, όπως και να έχει το αγόρι τον άφησε κατάχαμα να προσπαθεί να γυρίσει σαν την χελώνα. Το σκατό απλώθηκε πάνω στη μπλούζα του.
Ετσι σκατωμένος έφτασε μέχρι το μαγαζί. Είχε γδάρει λίγο και τον αγκώνα.
Ξεκλείδωσε.
Το μαγαζί βρωμούσε.
Κατούρησε χωρίς να ανάψει το φως.
Και να ήθελε δηλαδή… είχε να αλλάξει λάμπα από το 1993.
Εβρεξε το μπατζάκι του.
Μέσα στο σκατό και στο κάτουρο, άνοιξε τον υπολογιστή.
Ουφ!
Τώρα μπορεί να το παίξει λίγο άνετος.
Μήπως τον βλέπει και κανείς;
Ο Τσε, στην αφίσα, έκανε πάλι εμετό…
Το μεσημέρι θα έτρωγε το αγαπημένο του: χόρτα με φέτα. Χωρίς λάδι…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου