Πέμπτη 25 Μαΐου 2006

Κακόηθες μελάνωμα… #003

To Komakino και η Suzi Q


Το μαγαζί το είχε από το 1991. Γυναικεία. Μπλουζάκια, παντελονάκια, κανένα αξεσουάρ. Την ιδέα να ανοίξει «μπουτίκ» την είχε σκεφτεί μαζί με τον Σάκη, έναν αποτυχημένο θεατρικό συγγραφέα. «Μαλάκα, θα βάλεις το γραφείο σου δίπλα στο δοκιμαστήριο, θα ανοίξεις μια δύο διακριτικές τρύπες και θα παίρνεις μάτι». Το είπαν και το ‘κανε! Νοίκιασε μια τρύπα, ημιυπόγειο στη Σόλωνος. Πρώην «υδραυλικά». Το έβαψε, το διακόσμησε σε στυλ ‘60’s, έκλεισε και κανά δυο συμφωνίες με κάτι βιοτεχνίες στην Ακαδημία Πλάτωνος και: να ‘το το «Komakino». (Το όνομα το εμπνεύστηκε από εκείνο το τραγουδάκι των Joy Division που οι στίχοι του έλεγαν: How can I find the right way to control / All the conflicts inside, all the problems beside / As the questions arise, and the answers dont fi t/ Into my way of things /). Εβαλε και τα αρωματικά του τα στικς, κάτι σποτάκια πονηρά, δύο-τρία μπουκάλια Γκόρντονς, αγόρασε κι ένα μικρό στερεοφωνικό. Στην αρχή είχε αρκετή δουλειά. Ηταν και φθηνός για κέντρο. Φοιτητριούλες κυρίως, καμιά ξεπεσμένη από την πλατεία, φιλιππινέζες. Ανοιξε το μάτι του. Κι αυτουνού και του Σάκη και μερικών ακόμη της παρέας που περνούσαν κάθε τόσο για καφέ. Εμπαινε η πελάτισσα να δοκιμάσει το παντελόνι και κολλούσαν όλοι το μάτι τους στις αντίστοιχες τρύπες. Είχε βάλει κάτι πλαστικά φυτά μπροστά να μην φαίνονται από μέσα. Μια μέρα, από το σπρώξιμο, έπεσε το κοντραπλακέ κόντεψε να σκοτωθεί μια γυναίκα. Της χάρισε τρεις μπλούζες κι έμεινε εκεί η υπόθεση. Δεν άξιζε και τον κόπο. Τζάμπα η φασαρία. Το έστησε πάλι. Πιο «επιστημονικά». Εβαλε και καθρέφτη «πραχτορικό». Διπλής όψης. Όταν γούσταρε το θέαμα έκανε μέχρι και 80 τα εκατό έκπτωση. Απορούσαν μερικές. «Ετσι, επειδή είστε καλή πελάτισσα!». Μετά κλείδωνε το μαγαζί, κατέβαινε κάτω στην τουαλέτα και έριχνε μια μαλακία όσο την είχε ακόμη πρόσφατη στο μυαλό του. Όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις δεν άργησε να του γίνει εμμονή. Γριές, νέες, κουτσές, στραβές, κοντές, ανήλικα, ο,τι πετούσε κι ο,τι κολυμπούσε το έπαιρνε μάτι. Πότε μαζί με κανέναν φίλο, τις περισσότερες μόνος του. Κι ύστερα μια από τα ίδια: κλείδωμα, τουαλέτα, μαλακία…

Το μαγαζί έμπαινε μέσα με τα μπούνια. Πιο πολλά πλήρωνε για νοίκι, για λογαριασμούς, για ταμείο εμπόρων, παρά έβγαζε. Στ’ αρχίδια του, ας ήταν καλά τα τρία διαμερίσματα που του άφησε η μάνα του. Ποτέ δεν του έλειπαν τα φράγκα. Από πιτσιρικάς είχε πάντοτε αρκετά χρήματα στην τσέπη. Ολοι απορούσαν που τα έβρισκε. Ελεγε ότι δούλευε, πότε σε ένα θείο, πότε σε κάποιον γνωστό της μάνας του, σε κάτι συνεργεία με μηχανάκια, όμως κανείς δεν τον είχε δει ποτέ με τα μάτια του να δουλεύει. Η μάνα του τον χαρτζιλίκωνε γενναία για να μην την πρήζει. Βουτούσε και από τη γιαγιά του κάθε τόσο. Στις τελευταίες τάξεις του Λυκείου κυκλοφόρησε ο ίδιος μια ιστορία ότι και καλά τα έπαιρνε από «πουρά». Ότι ένας μεγαλύτερος τον είχε μυήσει σε ένα κύκλωμα ζιγκολό που δούλευαν πέριξ του «Κάραβελ». Ελεγε ακόμη ότι είχε και μια 75άρα «μόνιμη» που τα έδινε όλα για πάρτι του, μέχρι και μηχανάκι του είχε πάρει γιατί μια μέρα που περπατούσαν στην Μιχαλακοπούλου εκείνος κοντοστάθηκε μπροστά στην αντιπροσωπεία της YAMAHA και σχεδόν βουρκωμένος μονολόγησε «πόσο θα ήθελα να είχα ένα τέτοιο να σε πηγαίνω βόλτες». Μπήκε την άλλη μέρα, έλεγε, η γριά στο κατάστημα –ακόμη δεν είχαν σηκώσει τα ρολά- και του πήρε ένα RD-750, στριτάδικη, από εκείνες με τα κατεβασμένα τιμόνια.

Οντως για ένα διάστημα κυκλοφορούσε με ένα τέτοιο που λίγο αργότερα του το «έκλεψαν». Τρέχα γύρευε. Τι να πιστέψεις από όλα αυτά;

Τη μισή αλήθεια όμως την έλεγε πάντοτε. Όπως το ότι πηδούσε μεγαλύτερες. Ακριβέστερα: πηδούσε ΜΙΑ μεγαλύτερη. Την Ευδοξία. Ακρίβέστατα: δεν την πηδούσε, την έβαζε να του τον παίζει καθώς εκείνος την χούφτωνε.

Η Ευδοξία –Suzi Q την φώναζαν όσοι την ήξεραν- ήταν από εκείνα τα μοναχικά πλάσματα που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή γύρω από το Λυκαβηττό. Μεγαλοκοπέλα. Οι πιο πολλοί έλεγαν ότι είναι 30φεύγα κάποιοι όμως υποστήριζαν ότι δεν ήταν πάνω από 22 απλώς φαινόταν μεγάλη γιατί λόγω υπερθυρεοειδισμού ήταν 150 κιλά και είχε έντονη τριχοφυΐα. Νωρίς το πρωί και αργά τη νύχτα έπινε μόνη τον καφέ της στην «Παραλία». Καθόταν εκεί από κανένα τρίωρο κάθε φορά και έβριζε τους περαστικούς. Μόνο στους «εραστές» της μιλούσε καλότροπα. Και δεν ήταν λίγοι. Παιδιά του σχολείου οι πιο πολλοί, ένα-δυο φρικιά, κάτι φαντάροι, ένας περιπτεράς και αρκετοί «περαστικοί» που τους είχαν δασκαλέψει οι «παλιοί». Ολους τους αγαπούσε. Τους λάτρευε. Ολους θα τους παντρευόταν. Έναν έναν ή όλους μαζί. Όχι ακόμα όμως γιατί μάζευε την προίκα της. Μέχρι να έλθει εκείνη η ευλογημένη ημέρα του γάμου του έκανε και κανένα «χατίρι». «Αγόρια είναι. Τι να κάνω; Αμα δεν… θα μου τους φάει καμιά άλλη» έλεγε. Τους πήγαινε απέναντι άλλοτε έναν έναν άλλοτε ολόκληρη παρέα, στο «Πάρκο της Μίας Νυχτός», μπροστά από το «Υγειονομικό». Καθόταν σε ένα παγκάκι και τους άφηνε να την πασπατεύουν. Στα βυζιά, στον κώλο, στο μουνί. Κι όταν τους σηκωνόταν τους τον έβγαζε έξω και τους το έπαιζε μέχρι να χύσουν. Χύνανε τα ηλίθια, άναβαν τσιγάρο κι έφευγαν. Μάζευε τα ρούχα της κι έφευγε κι εκείνη είτε για να βρει άλλον «αγαπημένο» είτε για να πάει σπίτι, στη μάνα της. Υπήρχαν νύχτες που «τέλειωνε» και δέκα και δεκαπέντε αγοράκια. Όλα κι όλα όμως δεν είχε κάνει έρωτα ακόμη. Ηταν παρθένα. Τον ουρανό και τ’ άστρα της έταζαν να την γαμήσουν, εκείνη βράχος. Με τίποτα. Ουτε με το δάχτυλο. Ουτε μπροστά ούτε πίσω. Αυτό θα το έδινε την πρώτη νύχτα του γάμου.

I love the way you walk

I love the way you talk

Love the way you walk

I love the way you talk

My Suzi Q

Say that you'll be true

Say that you'll be true

Say that you'll be true

And never leave me blue

My Suzi Q

Oh, Suzi Q

Oh, Suzi Q

Oh, Suzi Q

Honey I love you

My Suzi Q

1 σχόλιο:

Sissi Soko είπε...

I will be True, but well hiden.