Πέμπτη 25 Μαΐου 2006

Κακόηθες μελάνωμα… #005


Ο «Δημήτρης» κι ο μάρτυρας

Τις επόμενες ημέρες διαφορετικοί άνθρωποι υποστήριξαν ότι την είδαν σε διαφορετικά σημεία της πόλης. Μια καθαρίστρια πηγαίνοντας να πιάσει δουλειά στο Λαϊκό την είδε να διασχίζει, ολόγυμνη κρατώντας το ξεσκισμένο φόρεμά της σφιχτά πάνω στο στήθος της, την πλατεία του Αγίου Θωμά.. Ενας οδηγός σκουπιδιάρικου την είδες, σχεδόν την ίδια ώρα να κάθεται στο πεζοδρόμιο δίπλα σε ένα γήπεδο μπάσκετ στους Ελληνορώσους και να φωνάζει σε έναν αόρατο «Δημήτρη». Μια γυναίκα που περίμενε μαζί με το παιδί της το σχολικό την είδε να τρέχει στην περιοχή του Καρέα. Πρόσεξε μάλιστα ότι της έπεσαν τα γυαλιά και ότι τα πάτησε ένα φορτηγάκι. Αλλοι την είδαν στην πλατεία Καραϊσκάκη, στο Φάληρο, στις στάσεις του Ανω Χολαργού, έξω από τα σχολεία της Αγίας Παρασκευής, στην Κάτζα, στη Θησέως στην Καλλιθέα. Με το φόρεμά της στο στήθος. Να φωνάζει κάποιον «Δημήτρη». Να πέφτει, να ξανασηκώνεται, να κάθεται κάτω, να τρέχει.
Κι ύστερα χάθηκε!
Για πάντα!
Λένε πως μετά από δύο τρία χρόνια εμφανίστηκε κάποιος «Δημήτρης» στην «παραλία» και ότι την έψαχνε την Ευδοξία. Και ύστερα λένε πάλι ότι αυτός ο «Δημήτρης» ήταν, πράγματι, υπαρκτό πρόσωπο κι ότι είχαν αρραβωνιαστεί όταν ήσαν 18 χρονών αλλά οι δικοί του δεν τον ήθελαν τον αρραβώνα και ότι τον έστειλαν με το ζόρι να σπουδάσει στη Ρουμανία και τότε ήταν που εκείνη αρρώστησε και πάχυνε και τα μισόχασε τα λογικά της κι έκανε ο,τι έκανε και πως ακόμη κάποτε είχε γυρίσει ο «Δημήτρης» και την είδε σ’ αυτά τα χάλια κι έφυγε πάλι για πάντα.
Πολλά λένε.
Εκείνο που κανείς δεν λέει, είναι τι της έκαναν εκείνη τη νύχτα στο παρκάκι μπροστά από το «Υγειονομικό»…
Μόνο ένας άνθρωπος είδε και ξέρει.
Αλλά ήταν πολύ μικρός για να μιλήσει…

Κακόηθες μελάνωμα… #004

Εκείνος, η Suzi Q και ο «Θάνατος»


Γυρνούσε σαν τον λύκο εκείνο το βράδυ. Για την ακρίβεια, σαν τον καυλωμένο λύκο. Είχε πάρει κανά-δυό τηλέφωνα, δεν βρήκε κανέναν στο σπίτι. Ξεπόρτισε χωρίς να τον πάρει χαμπάρι η μάνα του και τον αρχίσει στις μαλακίες ότι έχει εξετάσεις και ότι αν μείνει στην ίδια τάξη θα τον έδιωχνε από το σπίτι. Όχι ότι ενδιαφερόταν πραγματικά. Ετσι του τα έλεγε για τις ανάγκες του ρόλου που ουδέποτε έπαιξε ουσιαστικά. Ισα για να μπορεί να ισχυρίζεται ότι «από τότε που έφυγε ο πατέρας του εγώ του στάθηκα σαν μάνα και πατέρας». Κοινοτοπίες του κερατά. Ούτε σαν μάνα ούτε σαν πατέρας ούτε καν σαν συγκάτοικος του στάθηκε. Και την τελευταία φέτα μορταδέλα αυτή θα την έτρωγε όταν γυρνούσε από τα νοσοκομεία. Δούλευε αποκλειστική νοσοκόμα. «Αποκλειστική με δικτυωτό καλσόν! Μη χέσω, η κωλόγρια!». Ανηφόρησε προς την Αλεξάνδρας. Είπε να πάει σινεμά, έπαιζαν μαλακίες, σταμάτησε σε ένα περίπτερο για τσιγάρα, χάζεψε τις αθλητικές, πήρε ένα «Ποπ και Ροκ» και πήγε στην «παραλία». Χαιρέτησε κάτι «Ρηγάδες» που έπαιζαν τάβλι. Παράγγειλε ένα φραπέ και κάθισε. «Ρε πούστη, πρέπει να γαμήσω απόψε».
Λες και τον άκουσε ο διάολος ο ίδιος κι είπε να του κάνει ένα δώρο. Στη νησίδα της λεωφόρου έκανε την εμφάνισή της η Suzi Q σαν χαρωπή όρκα με στολή μπαλαρίνας. Ένα λουλουδάτο φόρεμα, ξώπλατο, με τα τιραντάκια από το σουτιέν να φαίνονται σαν ιμάντες από αλεξίπτωτο, πεδιλάκια με μαργαρίτες και μια τσάντα θαλάσσης –νυχτιάτικα- περασμένη στο μπράτσο. Μαργαρίτες είχε και η στέκα που κρατούσε τα μαλλιά στο τεράστιο κεφάλι της. Μέχρι να περάσει απέναντι, ανάμεσα από τα τρόλεϊ, είχε κάνει την εμφάνισή του και «Θάνατος». Ετσι έλεγαν τον Θανάση, ένα παιδί που το ήξερε από το Δημοτικό και έκαναν χρόνια παρέα αν και οι δρόμοι τους στο σχολείο είχαν χωρίσει από χρόνια καθώς εκείνος πήγαινε ακόμη Γυμνάσιο για να το εμπεδώσει –την Γ’ γυμνασίου την έκανε τρεις φορές και πήγαινε για την τέταρτη εκείνη τη χρονιά. Γιός θυρωρού, πρώην Μακρονησιώτη «δηλωσία» που συνεργαζόταν με την Ασφάλεια αλλά «ΚΚΕ ψηφίζουμε, ψήφο δεν χαρίζουμε». «Τι έγινε ρε μαλάκα;», «τι να γίνει ρε μαλάκα;», «πες ρε μαλάκα», «αντε γαμήσου ρε μαλάκα», «της αδελφής σου ρε μαλάκα», «της δικής σου ρε μαλάκα», «να ήταν εδώ η αδελφή σου και σου έλεγα ρε μαλάκα», «και δε τη γαμάς ρε μαλάκα; Ολος ο κόσμος την έχει γαμήσει». Μέσα σε μια ομοβροντία από «μαλάκα» τα είχαν πει όλα. Η Suzi Q είχε ήδη θρονιαστεί δύο τραπέζια πιο εκεί κι έβριζε τον οδηγό ενός τρόλεϊ που την κοιτούσε αδιάφορα τρώγοντας μια τυρόπιτα.
Πέρασαν 42 τρόλεϊ, είπαν πάνω από 280 φορές τη λέξη «μαλάκας» κι άλλες 87 φορές το «πω πω τι μουνί είναι αυτό» για κάθε μία που περνούσε από μπροστά τους, πλακώθηκαν στις μπύρες, πήγαν από 8 φορές για κατούρημα εκ των οποίων οι δύο συνοδεύτηκαν από μια μαλακία, άκουσαν την Suzi Q να βρίζει το μισό πληθυσμό της Αθήνας. Πέρασε η ώρα. Ο Μανώλης ο καφετζής μάζεψε τα ποτήρια και τα φλυτζάνια –άφησε μόνο τα μπουκάλια-, πληρώθηκε, έσβησε τα φώτα, κλείδωσε το καφενείο κι έφυγε με δύο σακούλες ζοχούς για το σπίτι του. Εμειναν να κάθονται τρεις γέροι, ένας «λιώμας», μια παρέα 35χρονοι που έπιναν ουίσκια σε πλαστικό, η Suzi Q, εκείνος κι ο «Θάνατος». «Ρε πούστη, πρέπει να γαμήσω απόψε».
Ο διάολος αναδεύτηκε ακούγοντας την επιθυμία του για δεύτερη φορά –την πρώτη την είχε μισοξεχάσει- και χώθηκε στον δεξί λοβό του εγκεφάλου του «Θανάτου».
«Ρε μαλάκα γιατί δεν γαμάς την Suzi;»
«Αντε γαμήσου ρε μαλάκα! Δεν τον χώνω στο μπουκάλι της Αμστελ καλύτερα;»
«Γιατί ρε μαλάκα; Το ξέρεις ότι είναι παρθένα;»
«Τι παρθένα ρε μαλάκα που την έχουν πάρει τραίνα» είπε το γνωστό σαχλό αστείο εκείνος.
«Πίπες μόνο ρε μαλάκα. Δεν την έχει γαμήσει κανείς!»
Άλλη μια ομοβροντία από «μαλάκα» και είχαν κιόλας «ψηθεί». Σηκώθηκαν και κάθισαν χασκογελώντας στο τραπέζι της.
«Τι λέει αγαπούλα, μόνη απόψε;»
«Καλώς τις αγάπες μου! Καθίστε! Κανένα τσιγαράκι έχετε να με κεράσετε;».
Της πρόσφεραν.
Ηταν τα τελευταία τσιγάρα που θα έκανε η Suzi Q στην «παραλία»…

Κακόηθες μελάνωμα… #003

To Komakino και η Suzi Q


Το μαγαζί το είχε από το 1991. Γυναικεία. Μπλουζάκια, παντελονάκια, κανένα αξεσουάρ. Την ιδέα να ανοίξει «μπουτίκ» την είχε σκεφτεί μαζί με τον Σάκη, έναν αποτυχημένο θεατρικό συγγραφέα. «Μαλάκα, θα βάλεις το γραφείο σου δίπλα στο δοκιμαστήριο, θα ανοίξεις μια δύο διακριτικές τρύπες και θα παίρνεις μάτι». Το είπαν και το ‘κανε! Νοίκιασε μια τρύπα, ημιυπόγειο στη Σόλωνος. Πρώην «υδραυλικά». Το έβαψε, το διακόσμησε σε στυλ ‘60’s, έκλεισε και κανά δυο συμφωνίες με κάτι βιοτεχνίες στην Ακαδημία Πλάτωνος και: να ‘το το «Komakino». (Το όνομα το εμπνεύστηκε από εκείνο το τραγουδάκι των Joy Division που οι στίχοι του έλεγαν: How can I find the right way to control / All the conflicts inside, all the problems beside / As the questions arise, and the answers dont fi t/ Into my way of things /). Εβαλε και τα αρωματικά του τα στικς, κάτι σποτάκια πονηρά, δύο-τρία μπουκάλια Γκόρντονς, αγόρασε κι ένα μικρό στερεοφωνικό. Στην αρχή είχε αρκετή δουλειά. Ηταν και φθηνός για κέντρο. Φοιτητριούλες κυρίως, καμιά ξεπεσμένη από την πλατεία, φιλιππινέζες. Ανοιξε το μάτι του. Κι αυτουνού και του Σάκη και μερικών ακόμη της παρέας που περνούσαν κάθε τόσο για καφέ. Εμπαινε η πελάτισσα να δοκιμάσει το παντελόνι και κολλούσαν όλοι το μάτι τους στις αντίστοιχες τρύπες. Είχε βάλει κάτι πλαστικά φυτά μπροστά να μην φαίνονται από μέσα. Μια μέρα, από το σπρώξιμο, έπεσε το κοντραπλακέ κόντεψε να σκοτωθεί μια γυναίκα. Της χάρισε τρεις μπλούζες κι έμεινε εκεί η υπόθεση. Δεν άξιζε και τον κόπο. Τζάμπα η φασαρία. Το έστησε πάλι. Πιο «επιστημονικά». Εβαλε και καθρέφτη «πραχτορικό». Διπλής όψης. Όταν γούσταρε το θέαμα έκανε μέχρι και 80 τα εκατό έκπτωση. Απορούσαν μερικές. «Ετσι, επειδή είστε καλή πελάτισσα!». Μετά κλείδωνε το μαγαζί, κατέβαινε κάτω στην τουαλέτα και έριχνε μια μαλακία όσο την είχε ακόμη πρόσφατη στο μυαλό του. Όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις δεν άργησε να του γίνει εμμονή. Γριές, νέες, κουτσές, στραβές, κοντές, ανήλικα, ο,τι πετούσε κι ο,τι κολυμπούσε το έπαιρνε μάτι. Πότε μαζί με κανέναν φίλο, τις περισσότερες μόνος του. Κι ύστερα μια από τα ίδια: κλείδωμα, τουαλέτα, μαλακία…

Το μαγαζί έμπαινε μέσα με τα μπούνια. Πιο πολλά πλήρωνε για νοίκι, για λογαριασμούς, για ταμείο εμπόρων, παρά έβγαζε. Στ’ αρχίδια του, ας ήταν καλά τα τρία διαμερίσματα που του άφησε η μάνα του. Ποτέ δεν του έλειπαν τα φράγκα. Από πιτσιρικάς είχε πάντοτε αρκετά χρήματα στην τσέπη. Ολοι απορούσαν που τα έβρισκε. Ελεγε ότι δούλευε, πότε σε ένα θείο, πότε σε κάποιον γνωστό της μάνας του, σε κάτι συνεργεία με μηχανάκια, όμως κανείς δεν τον είχε δει ποτέ με τα μάτια του να δουλεύει. Η μάνα του τον χαρτζιλίκωνε γενναία για να μην την πρήζει. Βουτούσε και από τη γιαγιά του κάθε τόσο. Στις τελευταίες τάξεις του Λυκείου κυκλοφόρησε ο ίδιος μια ιστορία ότι και καλά τα έπαιρνε από «πουρά». Ότι ένας μεγαλύτερος τον είχε μυήσει σε ένα κύκλωμα ζιγκολό που δούλευαν πέριξ του «Κάραβελ». Ελεγε ακόμη ότι είχε και μια 75άρα «μόνιμη» που τα έδινε όλα για πάρτι του, μέχρι και μηχανάκι του είχε πάρει γιατί μια μέρα που περπατούσαν στην Μιχαλακοπούλου εκείνος κοντοστάθηκε μπροστά στην αντιπροσωπεία της YAMAHA και σχεδόν βουρκωμένος μονολόγησε «πόσο θα ήθελα να είχα ένα τέτοιο να σε πηγαίνω βόλτες». Μπήκε την άλλη μέρα, έλεγε, η γριά στο κατάστημα –ακόμη δεν είχαν σηκώσει τα ρολά- και του πήρε ένα RD-750, στριτάδικη, από εκείνες με τα κατεβασμένα τιμόνια.

Οντως για ένα διάστημα κυκλοφορούσε με ένα τέτοιο που λίγο αργότερα του το «έκλεψαν». Τρέχα γύρευε. Τι να πιστέψεις από όλα αυτά;

Τη μισή αλήθεια όμως την έλεγε πάντοτε. Όπως το ότι πηδούσε μεγαλύτερες. Ακριβέστερα: πηδούσε ΜΙΑ μεγαλύτερη. Την Ευδοξία. Ακρίβέστατα: δεν την πηδούσε, την έβαζε να του τον παίζει καθώς εκείνος την χούφτωνε.

Η Ευδοξία –Suzi Q την φώναζαν όσοι την ήξεραν- ήταν από εκείνα τα μοναχικά πλάσματα που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή γύρω από το Λυκαβηττό. Μεγαλοκοπέλα. Οι πιο πολλοί έλεγαν ότι είναι 30φεύγα κάποιοι όμως υποστήριζαν ότι δεν ήταν πάνω από 22 απλώς φαινόταν μεγάλη γιατί λόγω υπερθυρεοειδισμού ήταν 150 κιλά και είχε έντονη τριχοφυΐα. Νωρίς το πρωί και αργά τη νύχτα έπινε μόνη τον καφέ της στην «Παραλία». Καθόταν εκεί από κανένα τρίωρο κάθε φορά και έβριζε τους περαστικούς. Μόνο στους «εραστές» της μιλούσε καλότροπα. Και δεν ήταν λίγοι. Παιδιά του σχολείου οι πιο πολλοί, ένα-δυο φρικιά, κάτι φαντάροι, ένας περιπτεράς και αρκετοί «περαστικοί» που τους είχαν δασκαλέψει οι «παλιοί». Ολους τους αγαπούσε. Τους λάτρευε. Ολους θα τους παντρευόταν. Έναν έναν ή όλους μαζί. Όχι ακόμα όμως γιατί μάζευε την προίκα της. Μέχρι να έλθει εκείνη η ευλογημένη ημέρα του γάμου του έκανε και κανένα «χατίρι». «Αγόρια είναι. Τι να κάνω; Αμα δεν… θα μου τους φάει καμιά άλλη» έλεγε. Τους πήγαινε απέναντι άλλοτε έναν έναν άλλοτε ολόκληρη παρέα, στο «Πάρκο της Μίας Νυχτός», μπροστά από το «Υγειονομικό». Καθόταν σε ένα παγκάκι και τους άφηνε να την πασπατεύουν. Στα βυζιά, στον κώλο, στο μουνί. Κι όταν τους σηκωνόταν τους τον έβγαζε έξω και τους το έπαιζε μέχρι να χύσουν. Χύνανε τα ηλίθια, άναβαν τσιγάρο κι έφευγαν. Μάζευε τα ρούχα της κι έφευγε κι εκείνη είτε για να βρει άλλον «αγαπημένο» είτε για να πάει σπίτι, στη μάνα της. Υπήρχαν νύχτες που «τέλειωνε» και δέκα και δεκαπέντε αγοράκια. Όλα κι όλα όμως δεν είχε κάνει έρωτα ακόμη. Ηταν παρθένα. Τον ουρανό και τ’ άστρα της έταζαν να την γαμήσουν, εκείνη βράχος. Με τίποτα. Ουτε με το δάχτυλο. Ουτε μπροστά ούτε πίσω. Αυτό θα το έδινε την πρώτη νύχτα του γάμου.

I love the way you walk

I love the way you talk

Love the way you walk

I love the way you talk

My Suzi Q

Say that you'll be true

Say that you'll be true

Say that you'll be true

And never leave me blue

My Suzi Q

Oh, Suzi Q

Oh, Suzi Q

Oh, Suzi Q

Honey I love you

My Suzi Q

Κακόηθες μελάνωμα… #002

But I guess it’s just another story


Τις νύχτες πονούσε πολύ. Τα βρώμικα σεντόνια –τα άλλαζε όταν αλλάζαν και οι εποχές- ήταν πάντοτε τραβηγμένα στην πάνω δεξιά και στην κάτω αριστερή πλευρά του κρεβατιού. Πάλευε στον ύπνο του. Κολυμπούσε στον ιδρώτα. Ξήλωνε με τα δόντια το στρώμα του. Μια φορά είχε πεταχτεί ένα ελατήριο και κόντεψε να του βγάλει το μάτι. Του άφησε μια ουλή που ισχυριζόταν ότι την απέκτησε σε μια διαδήλωση από το καδρόνι ενός ΚΝίτη. «Τους σταλίνες! Να με σκοτώσουν ήθελαν, τα μουνιά!». Γυναίκα δεν είχε κοιμηθεί ποτέ σε εκείνο το κρεβάτι. Μια Μολδαβή που είχε βρει κάποτε στα «ΑΑΒΑΔΙΣΤΑ» σιχάθηκε και να καθίσει ακόμα. Του ζήτησε να το κάνουν στο πάτωμα ανάμεσα στα τασάκια, εκείνος από κάτω κι εκείνη καβάλα. Ετσι λεπτή που ήταν έμοιαζε με πιρούνι χωμένο πάνω σε ρολό κιμά. Κάθε φορά Ελληνίδες ζητούσε –στο πίσω μέρος του μυαλού του πίστευε ότι μπορούσε να πλεχτεί κανένα ειδύλλιο-, κάθε φορά Μολδαβές κι Αλβανές του έστελναν. Τους μιλούσε ελληνικά. «Εχεις καύλες απόψε μανάρι μου;» κάτι τέτοιες αηδίες. Εκείνες βιαζόντουσαν τα τον κάνουν να τελειώσει να φύγουν από εκεί μέσα. Στην εξώπορτα τις χαιρετούσε δια χειραψίας. «Χάρηκα για τη γνωριμία». Μια είχε πάει και να τη φιλήσει και του έσκασε ένα no-kisses-φούσκο που του μπλάβιασε το ζυγωματικό. Δεν είχε καμιά διαδήλωση εκείνες τις ημέρες και πήγε στη Ριζούπολη να δει Ολυμπιακό-ΟΦΗ για να το δικαιολογήσει. Πως τάχα τον ένα «μουνί – γαύρος». (Πάντοτε βολευόταν με μισές αλήθειες!).

Μια φορά είχε έλθει και μια Ελληνίδα. Η Μάτα. Είχε ραγάδες στα βυζιά. Την ερωτεύτηκε. Δεν ήθελε να τη γαμήσει. Της πρόσφερε ένα Γκόρντονς και της έδειχνε τη δισκοθήκη του.

Εβαλε και Thin Lizzy, το «Night Life», κι έπιασε να της μιλάει για τον Φιλ Λάϊνοτ και τον Τζον Καν και το Δουβλίνο. «Εχεις πάει ποτέ Ιρλανδία;» την ρώτησε. Τον κοίταξε με μισό μάτι. «Χοντρέ δεν φοράς την καπότα να τελειώνουμε» τον έκοψε. Αφησε το ποτήρι της πάνω στο πικ-απ, του γύρισε την πλάτη και πήγε να βγάλει την κιλότα της. «Δεν θέλω να κάνουμε ακόμα έρωτα» τον ακούει να της λέει. Μαρμάρωσε η γυναίκα. «Δηλαδή σαν πότε να τον κάνουμε;». «Να σε γνωρίσω λίγο» μουρμούρισε κι άρχισε τα άσχετα, κάτι ακατανόητα «εμείς οι παλιοί κομμουνιστές …», «ρε συ μπας και σε έχω δει στην Ιο…». Σηκώθηκε αυτή κι έφυγε κουνώντας το κεφάλι. Τα λεφτά τα είχε πάρει μπροστάντζα.

Εμεινε να τραγουδάει μόνος του.

Dear heart
I wish that you could see that
Dear heart
You mean the world to me

Πέρασε το πατρικό του μπροστά από τα μάτια του. Το δωμάτιό του που το μοιραζόταν με την αδελφή του μέχρι που εκείνη αρραβωνιάστηκε στα δεκαοχτώ της κι έφυγε και τον άφησε εκείνον στα δεκαπέντε να ζει μόνος με τη μάνα τους. Εκτοτε δεν την είχε ξαναδεί από κοντά. Μένει κάπου στην Εκάλη κι έχει γίνει κοσμικό ξέκωλο.

Man with the broken heart filled with lead
Suffered and he fought for what he believed
The fighting is over now, the man is dead
A martyr for the cause

Η μάνα του πέθανε πριν από δύο χρόνια στο Γηροκομείο της Αθήνας. Στην αρχή πήγαινε την έβλεπε, της πήγαινε και γιουβαρλάκια από τα «ΚΑΝΑΡΙΑ» στους Αμπελόκηπους. Μετά άρχισε να αραιώνει τις επισκέψεις. Μάλωναν συνέχεια. Μετά το «έχασε» κι εκείνη. Σταδιακά. Ξέχασε τα πρόσφατα. Θυμήθηκε κάτι τραγούδια. Τα ξέχασε κι αυτά. Θυμήθηκε τον πατέρα του. Έναν άλλο γκόμενο που τον αγαπούσε περισσότερο. Του ξέχασε. Οι μνήμες χανόντουσαν μία . Εμεινε στο τέλος σαν κίτρινο φανάρι. Σαν τον υπολογιστή στο «Οδύσσεια του Διαστήματος». Τραγουδούσε το «ένα φράγκο η βιολέτα» κι έλεγε κάτι χυδαιότητες στους άλλους γέρους. Την τελευταία φορά τον ρώτησε να θέλει να του πάρει μια πίπα. Ηταν φανερό ότι δεν τον αναγνώριζε. Δεν ξαναπάτησε.

Man with the golden arm, his face gone pale
Taken too much junk, he’s gone over the rale
Breathes out a sigh and his body wails
He’s gonna land in trouble, land in jail

Σχέση σχέση δεν έκανε ποτέ…

Κάτι πλατωνικές μόνο…

Ούτε με την Γεωργία ήταν σχέση.

Η Γεωργία ήταν μικροπαντρεμένη, χωρισμένη όταν την γνώρισε, με δύο παιδιά της παντρειάς. Την είχε γνωρίσει στο DADA. Δούλευε στον «Σάκκουλα – Νομικές Εκδόσεις». Γαμήθηκαν τέσσερις-πέντε φορές όλες κι όλες στα τρία χρόνια που την ήξερε.

Πήγαν και κάτι εκδρομές.

Εκαναν και μια Πρωτοχρονιά μαζί.

Παντρεύτηκε έναν δικηγόρο με τον οποίο όπως αποδείχθηκε τα είχαν παράλληλα.

Επαψαν να βλέπονται.

He’d give his life, give his everything
To reach that goal and take that last and final fling


Καψούρης ήταν μόνο με τη Βίκη.

Μπαργούμαν στον «Ιπποπόταμο».

Η Βίκη. Η Βικάρα.

Και ΚΚΕ μ-λ και κούκλα και όλα…

Μέχρι που έπεσε στην πρέζα


But I guess it’s just another story
In the greatest story ever told

Τέλειωσε και το Γκόρντονς.

Του ερχόταν και μια μυρουδιά από χαλασμένα λεμόνια, από το ψυγείο.

Νύσταξε.

Dear heart
I wish that you could see that
Dear heart
You mean the world to me

«Επρεπε να την είχα γαμήσει την πουτάνα».

Ηταν η τελευταία σκέψη του πριν κοιμηθεί εκεί στον καναπέ με τη βελόνα στο πικ-απ να κάνει χριιιιιιτς, χριιιιιιτς, χριιιιιιτς, χριιιιιιτς, χριιιιιιτς, όλη τη νύχτα!

Κακόηθες μελάνωμα… #001


Xόρτα με φέτα

Με τον καιρό έβλεπε τον εαυτό του να αλλάζει. Σαν περίπτερο είχε γίνει. Εβγαζε και κάτι περίεργα σημάδια στο δέρμα. Μερικά έμοιαζαν με σβάστικες. Ειδικά εκείνο το μεγάλο πίσω, στο σβέρκο. Μεγάλωνε μάλιστα. «Μην ανησυχείς. Δεν πρόκειται για μελάνωμα» του είχε πει ένας φίλος του γιατρός –παλιός γνωστός από το ΑΠΘ, γκρουπούσκουλα και οι δύο- «κάτι άλλο είναι, μην ανησυχείς». «Μπορεί να είναι ο μελανοχιτώνας μέσα σου» του είπε περιπαικτικά. Εκείνος έκανε πως γέλασε με εκείνο το χονδροειδές γελάκι, διόλου καθησυχασμένος κατά βάθος. «Να προσέχεις τον ήλιο» του είπε ο γιατρός συνοδεύοντάς τον μέχρι το ασανσέρ. «Δεν πειράζει, θα κατέβω με τα πόδια, έχω πάρει και κάτι κιλά τελευταία». Κατέβηκε τρεις ορόφους σκαλί-σκαλί. Δεν άναψε το φως του διαδρόμου. Ψαχουλευτά κατέβαινε τη σκάλα προς την κόλαση. Από ένα διαμέρισμα του 2ου ορόφου ακουγόταν το «black dog».

Hey, hey, mama, said the way you move
Gonna make you sweat, gonna make you groove.

Κοντοστάθηκε.

Σκατά.

Το κωλόπαιδο ακούει τα τραγούδια μας.

Η γενιά μου…

Βγήκε με φόρα στην Ασκληπιού. Φάτσα στην κλινική. Τον τύφλωσε το φως του ήλιου. Αρχισε να τρέχει προς τα κάτω. Εστριψε αριστερά στη Σόλωνος. Σκόνταψε μπροστά στο πάρκινγκ. Γλίστρησε πάνω στο σκατό ενός πεκινουά. Επεσε κάτω. Ανάσκελα. Πήγε να τον ανασηκώσει ένα αγόρι με πορτοκαλιά μπλούζα κι ακουστικά στ’ αφτιά. «Κάτω τα χέρια παλιόπουστα» είπε, μάλλον το σκέφτηκε. Το είπε, το σκέφτηκε, όπως και να έχει το αγόρι τον άφησε κατάχαμα να προσπαθεί να γυρίσει σαν την χελώνα. Το σκατό απλώθηκε πάνω στη μπλούζα του.

Ετσι σκατωμένος έφτασε μέχρι το μαγαζί. Είχε γδάρει λίγο και τον αγκώνα.

Ξεκλείδωσε.

Το μαγαζί βρωμούσε.

Κατούρησε χωρίς να ανάψει το φως.

Και να ήθελε δηλαδή… είχε να αλλάξει λάμπα από το 1993.

Εβρεξε το μπατζάκι του.

Μέσα στο σκατό και στο κάτουρο, άνοιξε τον υπολογιστή.

Ουφ!

Τώρα μπορεί να το παίξει λίγο άνετος.

Μήπως τον βλέπει και κανείς;

Ο Τσε, στην αφίσα, έκανε πάλι εμετό…

Το μεσημέρι θα έτρωγε το αγαπημένο του: χόρτα με φέτα. Χωρίς λάδι…

Κακόηθες μελάνωμα… (about)


"He was just a word for me. I did not see the man in the name any more than you do. Do you see him? Do you see the story? Do you see anything? It seems to me I am trying to tell you a dream — making a vain attempt, because no relation of a dream can convey the dream-sensation, that commingling of absurdity, surprise, and bewilderment in a tremor of struggling revolt, that notion of being captured by the incredible which is of the very essence of dreams…."

Heart of Darkness
Joseph Conrad, 1902